- τετραμηνία
- ηχρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετραμηνία — η, Ν χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών («το ενοίκιο τής πρώτης τετραμηνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
Αθύρ — Ο τρίτος μήνας του αιγυπτιακού ηλιακού ημερολογίου. Περιλαμβανόταν στην πρώτη τετραμηνία και αντιστοιχεί προς τη χρονική περίοδο από 28 Οκτωβρίου έως 26 Νοεμβρίου. Ο Πλούταρχος γράφει για τον μήνα αυτό ότι είναι σπόριμος. Το όνομά του προέρχεται… … Dictionary of Greek
τετράμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τέσσερις μήνες: Τετράμηνη άδεια. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών: Τετράμηνο βρέφος. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράμηνο τετραμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)